- αντρώνομαι
- ανδρώνομαι και αντρώνομαι, ανδρώθηκα και αντρώθηκα βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αντρώνομαι — ώθηκα, γίνομαι πια άντρας: Ο γιος σου αντρώθηκε πια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανδρώνομαι — και αντρώνομαι, ανδρώθηκα και αντρώθηκα βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής